χειροθεσίας

χειροθεσίας
χειροθεσίᾱς , χειροθεσία
application by hand
fem acc pl
χειροθεσίᾱς , χειροθεσία
application by hand
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αχειρόθετος — ἀχειρόθετος, ον (AM) [χειροθετώ] αυτός που δεν προϋποθέτει την τελετή της χειροθεσίας («ἀχειρόθετος ὑπηρεσία») …   Dictionary of Greek

  • κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… …   Dictionary of Greek

  • Πινούφριος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, λόγιος, ασκητής της αιγυπτιακής ερήμου, ιερέας και ηγούμενος κοινόβιου κοντά στην πόλη Πανεφώ. Παραίνεσή του προς τους μελλοντικούς μοναχούς υπάρχει στο Ευχολόγιο, στην ακολουθία περί της χειροθεσίας των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”